Σε όλες τις ελληνικές πόλεις τα σύμμεικτα απορρίμματα, (που δυστυχώς ακόμα και σήμερα αποτελούν περίπου το 80% του συνόλου των αστικών στερεών αποβλήτων), αποθηκεύονται προσωρινά σε πράσινους ή γκρι κάδους και αφού συλλεγούν, μεταφέρονται τελικά σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής (Χ.Υ.Τ.Α.). Στις περισσότερες περιπτώσεις η μεταφορά αυτή γίνεται με τα οχήματα αποκομιδής (κατά κανόνα τα γνωστά απορριμματοφόρα), που έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα, όσο διάστημα χρειάζεται να αδειάσουν το φορτίο τους, συχνά για πολλές ώρες, δεν είναι διαθέσιμα για τον πραγματικό τους αντικειμενικό σκοπό, που είναι η συλλογή των στερεών αποβλήτων. Παράλληλα, από το συνολικό πλήρωμα του οχήματος, μόνο ο οδηγός είναι διαρκώς απασχολημένος, ενώ οι υπόλοιποι, που φυσικά αμείβονται για πλήρες ωράριο, πρέπει να αναμένουν την επιστροφή του οχήματος για να συνεχίσουν την αποκομιδή.
Η Θεσσαλονίκη ευρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να αξιοποιεί από το 1995 τη σύγχρονη μέθοδο με Σταθμό Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων (Σ.Μ.Α.). Σε ένα Σ.Μ.Α. τα οχήματα αποκομιδής εκφορτώνουν τα απορρίμματα σε ειδικά διαμορφωμένες χοάνες, που τα οδηγούν σε πρέσες, με τη βοήθεια των οποίων συμπιέζονται και μεταφορτώνονται σε κλειστούς περιέκτες (containers). Έτσι, τα απορριμματοφόρα μπορούν σε μικρό χρονικό διάστημα να αδειάσουν και να επανέλθουν σύντομα στο τακτικό τους δρομολόγιο συλλογής απορριμμάτων, ενώ την μεταφορά των συμπιεσμένων απορριμμάτων στο ΧΥΤΑ (στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης στη Μαυροράχη, σε απόσταση άνω των 30 χλμ. από την πόλη) αναλαμβάνουν βαρέα οχήματα (τράκτορες), με τα οποία ένας οδηγός μεταφέρει αστικά απορρίμματα, που εκφόρτωσαν μέχρι και δέκα απορριμματοφόρα. Στη συνέχεια παρατίθενται τα κύρια χαρακτηριστικά της εγκατάστασης του Δήμου Θεσσαλονίκης.


Ο Σ.Μ.Α .κατασκευάστηκε το 1992 και, όπως ειπώθηκε, λειτουργεί από το 1995 σε ιδιόκτητο οικόπεδο έκτασης 19 στρεμμάτων στην περιοχή “Κις Τούμπα” (εκτός σχεδίου) πολύ κοντά στο Νοσοκομείο Αγ. Παύλος του Δήμου Πυλαίας – Χορτιάτη. Η συγκεκριμένη θέση δίπλα στην Περιφερειακή Οδό της Θεσσαλονίκης είναι απόλυτα ενδεδειγμένη, διότι επιτρέπει τόσο τη γρήγορη πρόσβαση των απορριμματοφόρων στον Σ.Μ.Α., όσο και την ταχεία κίνηση των βαρέων οχημάτων μεταφοράς προς τον Χ.Υ.Τ.Α. Μαυροράχης, χωρίς καθυστερήσεις μέσα στον αστικό ιστό. Η μονάδα είναι σε θέση να υποδεχθεί καθημερινά 1.050 τόνους απορριμμάτων, που ισοδυναμούν με τα όσα απορρίπτονται από πληθυσμό που προσεγγίζει το ένα εκατομμύριο κατοίκων. Συνεπώς, η μονάδα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο αυτού του Δήμου Θεσσαλονίκης, αποτελώντας έτσι μια εναλλακτική λύση και για άλλους όμορους Δήμους, σύμφωνα με τον εγκεκριμένο Περιφερειακό Σχεδιασμό Διαχείρισης Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ).
Ο Σ.Μ.Α αποτελείται από την κύρια εγκατάσταση συμπίεσης και μεταφόρτωσης απορριμμάτων και τις βοηθητικές εγκαταστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται γεφυροπλάστιγγα, φυλάκιο εισόδου, πλυντήριο οχημάτων, χώρος εγκατάστασης φίλτρων καθαρισμού του αέρα και βιολογικός καθαρισμός υγρών αποβλήτων. Στον ελεύθερο χώρο σταθμεύουν προσωρινά τα απορριμματοφόρα οχήματα, είτε σε ολιγόλεπτη αναμονή για εκφόρτωση, είτε όταν βρίσκονται προς επιθεώρηση συντήρησης ή επισκευής από το συστεγαζόμενο αρμόδιο τμήμα. Το συγκρότημα συμπίεσης-μεταφόρτωσης απορριμμάτων διαθέτει θάλαμο ελέγχου του χώρου χοανών-πρεσών (συνολικά 4 – στην αρχή υπήρχαν 3, ενώ το 2014 υπογράφηκε για την κατασκευή της 4ης πρέσας σύμβαση επέκτασης, με χρηματοδότηση ΕΣΠΑ).


Ο μεταφορικός εξοπλισμός αποτελείται από πολυάριθμα μεταλλικά containers χωρητικότητας 10 τόνων και βαρέα οχήματα μεταφοράς (τράκτορες) που κατά κανόνα μεταφέρουν ένα επικαθήμενο container και ένα δεύτερο σε ρυμουλκούμενο.
Τα πλεονεκτήματα από τη λειτουργία ενός Σ.Μ.Α. μπορούν να διακριθούν σε οικονομικά, περιβαλλοντικά και κυκλοφοριακά:
• Οικονομικά. Από τη στιγμή που ένα απορριμματοφόρο απαλλάσσεται από το μεταφορικό ρόλο προς τον Χ.Υ.Τ.Α., συντομεύεται σημαντικά το δρομολόγιό του και επιτυγχάνονται καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού συλλογής με τη μείωση των νεκρών χρόνων, οικονομία στα καύσιμα, αλλά και περιορισμός των αναγκών σε συντήρηση και επισκευές και, κατά συνέπεια, αύξηση του χρόνου ζωής του δημοτικού εξοπλισμού καθαριότητας. Ως ευεργετικό επακόλουθο προκύπτει ουσιαστική μείωση των συνολικών δαπανών της Υπηρεσίας Καθαριότητας, με ελάφρυνση του δημότη σε ότι αφορά τα εισπραττόμενα από αυτόν τέλη.
• Περιβαλλοντικά. Αποτελεσματικότερη λειτουργία των υπηρεσιών καθαριότητας με την καλύτερη αξιοποίηση του διαθέσιμου προσωπικού. Δραστική μείωση περιβαλλοντικών οχλήσεων (οσμές, σκόνη, διαρροή υγρών, διασπορά ελαφρών αντικειμένων) με τον περιορισμό της κίνησης απορριμματοφόρων, με αποτέλεσμα και τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων.
• Κυκλοφοριακά. Ταχεία επάνοδος απορριμματοφόρων σε δρομολόγια συλλογής στερεών αποβλήτων, κάτι που επιτρέπει τον καλύτερο προγραμματισμό, ώστε να περιορίζεται όσο είναι δυνατόν η συλλογή απορριμμάτων σε ώρες αυξημένου κυκλοφοριακού φόρτου. Κυκλοφοριακά οφέλη προκύπτουν και από την ουσιαστική μείωση των μετακινήσεων από και προς τον Χ.Υ.Τ.Α., κάτι που φυσικά αποτελεί πλεονέκτημα και για τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του.

Από τα όσα προηγήθηκαν είναι προφανή τα οφέλη για το Δήμο Θεσσαλονίκης από τη λειτουργία του Σ.Μ.Α. εδώ και περίπου 30 χρόνια. Σημειώνεται ότι σ’ αυτόν τον τομέα η Θεσσαλονίκη προηγήθηκε σημαντικά της Αθήνας και της ευρύτερης περιοχής της – εδώ μόλις το 2020 δρομολογήθηκε η χωροθέτηση Σ.Μ.Α. σε 23 Δήμους της Αττικής, ενώ μόλις το 2023 ξεκίνησε η λειτουργία του, υπερσύγχρονου βέβαια, Σ.Μ.Α. στην περιοχή του Ελαιώνα. Σε ότι αφορά την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, από το 2017 λειτουργεί και δεύτερος Σ.Μ.Α. στην Ευκαρπία, που εξυπηρετεί πρώτιστα Δήμους της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Για την κατασκευή και λειτουργία του συγκεκριμένου Σ.Μ.Α. έπρεπε να ξεπεραστούν εντονότατες αντιδράσεις διαφόρων φορέων και οργανώσεων, που στην καλύτερη περίπτωση από άγνοια εναντιώθηκαν σε ένα έργο που μόνο οφέλη επέφερε για μια κατά τα λοιπά υποβαθμισμένη περιοχή του πολεοδομικού συγκροτήματος.
Βέβαια, και ο ΣΜΑ του Δήμου Θεσσαλονίκης αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε όσο λίγα έργα στην πόλη μας. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν πολλές ασάφειες, κυρίως νομικής φύσης, κατά τη διαδικασία αδειοδότησης και έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για το συγκεκριμένο έργο, κάτι που εξανάγκασε σε προσθήκες στον αρχικό σχεδιασμό του έργου που αύξησαν τον προϋπολογισμό του χωρίς, κατά την άποψη του γράφοντος, να έχουν στην πράξη άξια λόγου συνεισφορά στην τήρηση των περιβαλλοντικών όρων. Η ουσία βέβαια είναι ότι, παρά τις όποιες αντεγκλήσεις, τον αρχικό φανατισμό αυτών που εναντιώθηκαν στο έργο και την πολεμική που ασκήθηκε, η σωστή και ομαλή λειτουργία του Σταθμού Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων επί σχεδόν 30ετία επέτρεψε στο Δήμο Θεσσαλονίκης να έχει σημαντικό οικονομικό όφελος δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ποιοτικότερη διαβίωση του δημότη.