Η Βιομηχανική Συμβίωση αναφέρεται στη συνεργασία και αλληλεξάρτηση μεταξύ διαφορετικών βιομηχανικών τομέων, επιχειρήσεων ή οργανισμών με στόχο τη βιωσιμότητα και την αειφορία. Η έννοια αυτή αντλεί έμπνευση από τη φυσική έννοια της βιολογικής συμβίωσης, όπου διαφορετικά είδη οργανισμών συνεργάζονται για να επιτύχουν κοινά οφέλη και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Στον κόσμο των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας, η Βιομηχανική Συμβίωση μπορεί να αναφέρεται σε πρακτικές συνεργασίας μεταξύ εταιρειών, που εκμεταλλεύονται κοινά αποθέματα, υποδομές ή πόρους, μειώνοντας έτσι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και ενισχύοντας την οικονομική αποδοτικότητα. Η εφαρμογή αυτής της έννοιας μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση ανακυκλώσιμων υλικών, την κοινή χρήση ενέργειας ή τη συνένωση διαδικασιών παραγωγής.
Η Βιομηχανική Συμβίωση υλοποιείται υπό μορφή βιομηχανικών συμπλεγμάτων, στα οποία διάφορες επιχειρήσεις ανταλλάσσουν υλικά και ενέργεια με σκοπό να μειώσουν τα απόβλητα και να αυξήσουν την αποδοτικότητα. Αυτό μπορεί να σημαίνει, για παράδειγμα, ότι τα απόβλητα μιας βιομηχανίας (όπως υπολείμματα ή καυσαέρια) χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες ή πηγή ενέργειας για άλλες βιομηχανίες. Έτσι, επιτυγχάνεται όχι μόνο η μείωση των αποβλήτων, αλλά και η βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων του συνόλου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Αυτό το μοντέλο δεν περιορίζεται μόνο στην εξοικονόμηση πόρων και την περιβαλλοντική αειφορία, αλλά έχει και σημαντικά οικονομικά οφέλη για τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν, καθώς μειώνονται τα κόστη παραγωγής και ενέργειας. Επιπλέον, η εφαρμογή της Βιομηχανικής Συμβίωσης ενισχύει την καινοτομία, καθώς οι επιχειρήσεις καλούνται να βρουν νέους, δημιουργικούς τρόπους συνεργασίας και αξιοποίησης των πόρων τους.

Η Βιομηχανική Συμβίωση ενσωματώνει αξίες της Κυκλικής Οικονομίας, ενισχύοντας την ιδέα ότι τα προϊόντα, τα υλικά και οι πόροι θα πρέπει να κυκλοφορούν σε κλειστούς κύκλους, περιορίζοντας τα απόβλητα και την ανάγκη για νέες πρώτες ύλες. Παράλληλα, υπογραμμίζει τη σημασία της συνεργασίας και της διαλειτουργικότητας σε ένα παγκόσμιο και διασυνδεδεμένο επιχειρηματικό περιβάλλον, ανοίγοντας τον δρόμο για πιο βιώσιμες και αποτελεσματικές βιομηχανικές πρακτικές.
Η εφαρμογή αυτών των πρακτικών είναι ένα κρίσιμο βήμα προς τη δημιουργία μιας πιο πράσινης και ανθεκτικής οικονομίας, όπου η συνεργασία, η καινοτομία και η υπεύθυνη διαχείριση των πόρων είναι τα κλειδιά για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων του μέλλοντος.
Το παράδειγμα του Kalundborg
Ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα Βιομηχανικής Συμβίωσης είναι το σύμπλεγμα στο Kalundborg της Δανίας. Το σύμπλεγμα αυτό ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και συνεχίζει να επεκτείνεται και να εξελίσσεται μέχρι τις μέρες μας. Διάφορες βιομηχανικές μονάδες συνεργάζονται μεταξύ τους για την επαναχρησιμοποίηση αποβλήτων και υποπροϊόντων. Για παράδειγμα, η τοπική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παρέχει θερμότητα σε γειτονικές βιομηχανίες, ενώ μια φαρμακευτική εταιρεία χρησιμοποιεί για την παραγωγή της υγρά απόβλητα βιομηχανικών μονάδων που γειτνιάζουν προς αυτήν. Άλλες βιομηχανίες, όπως μια μονάδα παραγωγής γύψου, χρησιμοποιούν επίσης υποπροϊόντα από άλλες βιομηχανίες, κλείνοντας τον κύκλο των υλικών. Στο Kalundborg υλοποιείται ηκεντρική αρχή της Βιομηχανικής Συμβίωσης που όπως ήδη ειπώθηκε είναι η επαναχρησιμοποίηση των υποπροϊόντων (π.χ. της θερμότητας και του νερού που προκύπτουν από τη παραγωγή ενέργειας, των αποβλήτων οργανικής ύλης και άλλων ουσιών) για τη δημιουργία νέων προϊόντων ή για την κάλυψη ενεργειακών αναγκών των εγκαταστάσεων.

Τα περιβαλλοντικά οφέλη που προκύπτουν από τον ορθό σχεδιασμό ενός βιομηχανικούσυμπλέγματος όπως αυτό του Kalundborg είναι προφανή: Μείωση των εκπομπών CO2, εξοικονόμηση ενέργειας και πόρων, μείωση των αποβλήτων που χρήζουν διαχείρισης. Επίσης, περιορισμός της ανάγκης για πρώτες ύλες και μείωση των ρύπων που εκλύονται στην ατμόσφαιρα και στο νερό. Ενδεικτικά, κατ’ έτος (https://www.symbiosis.dk/en/):
• εξοικονομούνται 4 εκατομμύρια κυβικά μέτρα υπογείου ύδατος,
• αποφεύγονται εκπομπές 586 χιλιάδων τόνων CO2 και
• ανακυκλώνονται 62 χιλιάδες τόνοι αποβλήτων παραπροϊόντων.
Υπάρχουν όμως και ουσιαστικά οικονομικά οφέλη, επειδή οι βιομηχανίες μοιράζονται τους πόρους και τις υποδομές, με συνέπεια τη μείωση του κόστους λειτουργίας τους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται κυριολεκτικά η βιώσιμη ανάπτυξη σε μια περιοχή, καθ’ ότι έτσι προσελκύονται νέες επιχειρήσεις και προκύπτουν δυνατότητες για νέες επενδύσεις.
Οφέλη από την υλοποίηση της Βιομηχανικής Συμβίωσης στη δυτική Θεσσαλονίκη
Η σκοπιμότητα υποστήριξης της βιώσιμης παραγωγής στη δυτική Θεσσαλονίκη έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί από τον υπογράφοντα την τελευταία δεκαετία. Είναι συνεπώς ιδιαίτερα θετική η πρόσφατη θεσμοθέτηση της βιομηχανικής περιοχής Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης ως “Άτυπης Βιομηχανικής Συγκέντρωσης” Α.Β.Σ. (ΚΥΑ 79474/2023, ΦΕΚ 5486/Β/2023). Παρά την άναρχή της ανάπτυξη και παρά τα προβλήματα που αναφύονται για την ομαλή λειτουργία επιχειρήσεων, η συγκεκριμένη περιοχή παραμένει επενδυτικά ελκυστική, ενώ στα περίπου 7.300 στρέμματα που καταλαμβάνει παράγεται το 10-15% του βιομηχανικού Α.Ε.Π. της χώρας. Έτσι λοιπόν, με την ως άνω ΚΥΑ τίθενται οι βάσεις για την ίδρυση Επιχειρηματικού Πάρκου Εξυγίανσης. Οι απαιτούμενες προϋποθέσεις (κυρίως η διαπίστωση σημαντικών λειτουργικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων και η κάλυψη από τις δομημένες επιφάνειες άνω του 15% της οριοθετημένης έκτασης εμβαδού που να ξεπερνά τα 100 στρέμματα) πληρούνται στην περίπτωση της Α.Β.Σ. Καλοχωρίου.
Ακόμα πιο πρόσφατα ανακοινώθηκε δημόσια η ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία ενός πρωτοποριακού Βιομηχανικού Πάρκου Κυκλικής Οικονομίας στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου και παρουσιάστηκε το σχέδιο δράσης που εκπόνησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (Β.Ε.Θ.), με χρηματοδότηση του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Κεντρικής Μακεδονίας. Στόχο της πρωτοβουλίας αποτελεί η δημιουργία δομής Βιομηχανικής Συμβίωσης στη ΒΙ.ΠΕ. Σίνδου, με τη συμμετοχή σημαντικών βιοτεχνικών μονάδων.
Με βάση τα παραπάνω είναι δικαιολογημένη η αισιοδοξία ότι επίκεινται συγκροτημένα βήματα για την υλοποίηση της Βιομηχανικής Συμβίωσης, και κατά συνέπεια της μετάβασης στην κυκλική οικονομία στη δυτική Θεσσαλονίκη. Εφόσον δοθούν επαρκή κίνητρα, οι επιχειρήσεις θα δουν ίδιο όφελος υιοθετώντας βιώσιμους τρόπους διαχείρισης των υλικώνκαι περιορίζοντας την περιβαλλοντική επιβάρυνση που συνδέεται με τη δραστηριότητά τους. Κερδισμένη βέβαια θα είναι η τοπική κοινωνία της δυτικής Θεσσαλονίκης, που – ως αποζημίωση για την υποβάθμισή της επί δεκαετίες – θα βιώσει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και μια σαφή βελτίωση της ποιότητας ζωής.