Η προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα, αν και εκδηλώνεται πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του Αγώνα του 1821, αρχίζει να έχει οργανωμένη μορφή αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το 1828. Τότε συγκροτείται ουσιαστικά η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τη δημιουργία το 1829 του «Εθνικού Μουσείου Αιγίνης» και διευθυντή τον φιλόλογο και πολιτικό Ανδρέα Μουστοξύδη. Από τα πρώτα έργα του υπήρξε η σύνταξη του πρώτου αρχαιολογικού νόμου, υπό τη μορφή εγκυκλίου με σημαντικές διατάξεις για την προστασία των αρχαιοτήτων. Έκτοτε αρχίζουν και οι προσπάθειες καταγραφής των αρχαιοτήτων, προκειμένου να αποτραπεί η λαθραία εξαγωγή τους.
Στα χρόνια που ακολουθούν, η Αρχαιολογική Υπηρεσία οργανώνεται ολοένα και περισσότερο, εντάσσεται στο Υπουργείο Παιδείας, ενώ παράλληλα γίνεται πιο συγκεκριμένο και το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας, με νόμο που αφορά στην αποκάλυψη, διατήρηση και χρήση των αρχαιοτήτων (1834), ορίζοντας ότι οι αρχαιότητες εντός Ελλάδας, ως έργα των προγόνων του ελληνικού λαού, αποτελούν εθνικό κτήμα όλων των Ελλήνων.
Στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η οργάνωση της Υπηρεσίας εξελίσσεται με τη δημιουργία συλλογών, την ίδρυση μουσείων, τη διαμόρφωση αρχαιολογικών περιφερειών και τη διεξαγωγή σημαντικού ανασκαφικού και αναστηλωτικού έργου, παράλληλα με τον εμπλουτισμό και τη θωράκιση του νομοθετικού πλαισίου προστασίας των αρχαιοτήτων.
Σήμερα, μετά τους πρόσφατους Οργανισμούς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (2014 και 2018), οι Εφορείες Αρχαιοτήτων αναλογούν σε μία σχεδόν ανά Περιφερειακή Ενότητα της χώρας. Στο πολυσχιδές και πολύπλευρο έργο τους συμβάλλουν ποικίλες ειδικότητες: αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, πολιτικοί μηχανικοί, τοπογράφοι, ηλεκτρολόγοι μηχανικοί, χημικοί, γεωπόνοι, συντηρητές, σχεδιαστές, ιστορικοί της Τέχνης, εικαστικοί, ανθρωπολόγοι, διοικητικοί, εργατοτεχνίτες, φύλακες, οι οποίοι διαχειρίζονται και υλοποιούν με επιτυχία έργα σύνθετα, έργα αναπτυξιακά.
Ανασκαφικές εργασίες, πολύ συχνά στο πλαίσιο υλοποίησης άλλοτε μεγάλων, άλλοτε μικρών δημόσιων και ιδιωτικών έργων, εργασίες αναστήλωσης, αποκατάστασης μνημείων και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, έργα συντήρησης τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, φορητών εικόνων, πολύτιμων αντικειμένων και κειμηλίων, δημιουργία μουσείων, οργάνωση αρχαιολογικών συλλογών και περιοδικών εκθέσεων, διεξαγωγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, εργασίες καταγραφής και τεκμηρίωσης αρχαιοτήτων, ψηφιακά έργα προβολής και ανάδειξης αρχαιοτήτων, ψηφιοποίηση αρχαιοτήτων και αρχείων, δράσεις προβολής, μαζί με την καθημερινή φροντίδα προστασίας των αρχαιοτήτων, την αδειοδότηση αναπτυξιακών έργων, τη σύνθετη και πολλές φορές χρονοβόρα διοικητική μέριμνα και λογιστική υποστήριξη που απαιτείται, είναι εργασίες που αποτελούν σχεδόν καθημερινότητα κάθε Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, κάθε Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν είναι απλώς ένας μεγάλος κλάδος της δημόσιας διοίκησης, είναι και ένας μεγάλος επιστημονικός και ερευνητικός φορέας που παράγει έργο. Έργο επιστημονικό, ερευνητικό, διοικητικό, διαχειριστικό, πολιτιστικό, παιδευτικό. Και κυρίως, το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι και οφείλει να είναι πρωτίστως παραγωγικό και αναπτυξιακό. Η προστασία, διατήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν βασικές παραμέτρους για τη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη. Το έργο που παράγει η Αρχαιολογική Υπηρεσία συνιστά μία ιδιαιτέρως κρίσιμη πλευρά της οικονομίας που συμβάλλει άμεσα ή έμμεσα, πλην όμως δυναμικά στην οικονομική ανάπτυξη.
Η υλοποίηση μεγάλων έργων οφείλει να γίνεται με σεβασμό στο πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον. Γιατί μόνο έτσι τα μεγάλα έργα επιτυγχάνουν και διασφαλίζουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, με όρους αειφορίας και βιωσιμότητας. Αρχαιότητες και σύγχρονες τεχνικές κατασκευές μπορούν και σε αρκετές περιπτώσεις οφείλουν να συνυπάρξουν, να συσχετιστούν, να «συνομιλήσουν», με την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και την εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών που συχνά οδηγούν σε μεγάλα επιτεύγματα της μηχανικής.
Σε αυτό το πλαίσιο προστασίας, διαχείρισης και ανάδειξης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, εντάσσονται και τα υφιστάμενα μνημεία της Θεσσαλονίκης, αλλά και οι αρχαιότητες που εξακολουθούν να έρχονται στο φως σε όλη την πόλη, στο πλαίσιο μεγαλύτερων ή μικρότερων δημόσιων και ιδιωτικών έργων.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με πολυσήμαντη και βαρύνουσα ιστορία. Μια πόλη που μετρά σχεδόν 2.500 χρόνια ιστορίας από τότε που την ίδρυσε ο βασιλιάς Κάσσανδρος. Μια πόλη που έγινε αργότερα η λαμπρή πρωτεύουσα της μεγαλύτερης ρωμαϊκής επαρχίας, της Μακεδονίας, η Μητρόπολη, η Ελεύθερη Πόλη, η έδρα, του ρωμαίου αυτοκράτορα. Η Συμβασιλεύουσα. Η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του Βυζαντίου. Η Θεοφύλακτος πόλη του Αγίου Δημητρίου. Η διαχρονική πόλη. Η πόλη που πρωτοστάτησε σε πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή, έγινε φάρος του πολιτισμού και φορέας της ιδεολογίας του Βυζαντίου. Στα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια, η Θεσσαλονίκη συνέχισε να είναι η πόλη που παράγει ιδέες και πολιτισμό, που ακτινοβολεί. Η φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης υπήρξε διαχρονικά πολυπολιτισμική, πολυεθνική. Η ιστορία της πολυσήμαντη.
Τα πολυάριθμα μνημεία της Θεσσαλονίκης βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στον σύγχρονο πολεοδομικό ιστό, διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία της πόλης, ελκύουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον και συνθέτουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης. Τάφοι λαμπροί, μακεδονικοί, χώροι δημόσιοι όπως η Αρχαία Αγορά, συγκροτήματα όπως το Ανάκτορο του αυτοκράτορα Γαλέριου, βυζαντινά μνημεία, όπως τα τείχη της πόλης, η Ροτόντα, ο Άγιος Δημήτριος, η Αχειροποίητος, η Αγία Σοφία, το Βυζαντινό Λουτρό, η Παναγία Χαλκέων, οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός, μεταβυζαντινές εκκλησίες, μνημεία οθωμανικής περιόδου είναι ενδεικτικά της ιστορικής και πολιτιστικής σπουδαιότητας της Θεσσαλονίκης. Ανάμεσά τους, συγκαταλέγονται 15 μνημεία οικουμενικής αξίας, τα οποία περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Και βεβαίως, οι αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες κατασκευής του Μετρό για να εμπλουτίσουν τη γνώση για την ιστορία και την τοπογραφία αυτής της πόλης από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι την πυρκαγιά του 1917.
Η πολιτιστική κληρονομιά συνιστά ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, της πόλης μας της Θεσσαλονίκης και σημαντικό αναπτυξιακό πυλώνα. Υπό το πρίσμα αυτό, τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι πρέπει να αντιμετωπίζονται με εξωστρέφεια, αναδεικνύοντας τη δυναμική τους και την πολυδιάστατη σπουδαιότητά τους. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει να είναι θεματοφύλακας της ιστορικής μνήμης, αλλά και αρωγός και τροφοδότης της προόδου της χώρας, τόσο σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό και οικονομικό. Στόχος και χρέος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των στελεχών της που με βαθιά επιστημονική γνώση, αυταπάρνηση, αφοσίωση, πολλές φορές ηρωισμό και συνέπεια ερευνούν, προστατεύουν και αναδεικνύουν τις αρχαιότητες, τα υπολείμματα του παρελθόντος, είναι να αφουγκράζονται με καθαρό μυαλό, αναπτυξιακή προοπτική αλλά και σύνεση τις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας, έχοντας πάντα στραμμένη την οπτική τους στο μέλλον.
Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει να τάσσεται υπερ της ανάδειξης των μνημείων και των εκθεμάτων μεγάλης ιστορικής σημασίας της Θεσσαλονίκης προς όφελος και της τουριστικής ανάπτυξης της πόλης, πέραν της πολιτιστικής τους αξίας. Πιστεύουμε όμως, πως όταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία κρίνει ότι ένα έκθεμα δεν έχει σημαντικό ιστορικό ή τουριστικό ενδιαφέρον, καλό θα ήταν να μην παρεμποδίζεται η εξέλιξη έργων που μπορούν να προκαλέσουν ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Εφόσον η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Εφορία Αρχαιοτήτων προάγει την ανάπτυξη της πόλης σε αυτό το πλαίσιο και δεν την παρεμποδίζει, οφείλουμε όλοι να βρισκόμαστε στο πλευρό της και να την στηρίζουμε.